- πανάρχων
- παν-άρχων, οντος, ὁ, Allbeherrscher
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανάρχων — πανάρχων, οντος, ὁ (Α) άρχων, εξουσιαστής τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄρχών] … Dictionary of Greek
παναρχόντων — πανάρχων ruler of all masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάρχοντες — πανάρχων ruler of all masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)